παρατεκταίνω

παρατεκταίνω
ΜΑ
μσν.-αρχ.
ενεργώ κατά έναν άλλο τρόπο («οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με ξύλο) μετασχηματίζω, δίνω άλλο σχήμα ή μορφή
2. μέσ. παρατεκταίνομαι
αλλοιώνω, μεταβάλλω, πλάθω ψεύδη («αἶψά κε... ἔπος παρατεκτήναιο», Ομ. Οδ.)
3. οικοδομώ πλησίον, κτίζω κοντά («παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* τεκταίνω «κατασκευάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”